- καθιππεύσαιμεν
- καθιππεύωride overaor opt act 1st plκαθιππεύωride overaor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθιππεύω — (Α) 1. διατρέχω έφιππος 2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.) 3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.) 4. παθ. καθιππεύομαι (για παγωμένους ποταμούς) είναι… … Dictionary of Greek